Ο θυμός και η επιθετικότητα είναι συμπεριφορές που έχουν βοηθήσει τον άνθρωπο να επιβιώσει. Παρότι, οι πρώτες ημέρες στο σχολείο θα μπορούσαν σημειολογικά να ταυτίζονται με τον όρο «επιβίωση» για κάθε νεοεισερχόμενο μαθητή, αυτές οι συμπεριφορές δεν εξυπηρετούν στη δημιουργία υγιών κοινωνικών σχέσεων μέσα στην τάξη. Στην προσχολική ηλικία, η επιθετικότητα αντανακλά την έλλειψη αυτοελέγχου και την αδυναμία επίλυσης προβλημάτων με θετικό τρόπο.
Γνωρίζουμε καλά πως, τα παιδιά στην προσχολική ηλικία επιδεικνύουν ποικίλες επιθετικές συμπεριφορές για να λύσουν τα προβλήματά τους. Αυτό είναι κάτι που το παρακολουθούμε καθημερινά στις τάξεις μας, ιδιαίτερα στην αρχή της σχολικής χρονιάς, όταν η κοινωνικοποίηση και η επικοινωνιακή χρήση της γλώσσας βρίσκονται σε αρχικά στάδια, με αποτέλεσμα ο θυμός και η ματαίωση των παιδιών να εκφράζονται συχνά με συμπεριφορές σωματικής επιθετικότητας όπως: χτυπήματα, κλωτσιές, στριγκλιές, πέταγμα ή καταστροφή αντικειμένων, δαγκωνιές κλπ.
Με το πέρασμα του χρόνου, καθώς οι γλωσσικές και κοινωνικές δεξιότητες εξελίσσονται, τα παιδιά, έχοντας κατακτήσει έναν σημαντικό βαθμό ελέγχου στα συναισθήματα και στις παρορμήσεις τους, αρχίζουν να βασίζονται στη γλώσσα για να εκφράσουν τις ανάγκες τους και να λύσουν τα αναπόφευκτα προβλήματα της καθημερινότητάς τους.
Ταυτόχρονα, όμως, η ανάπτυξη της γλώσσας και των κοινωνικών δεξιοτήτων ανοίγει δρόμους σε πιο εξεζητημένες μορφές επιθετικής συμπεριφοράς όπως είναι οι προσβολές και οι αποκλεισμοί. Θα μπορούσαμε να πούμε πως καθώς υποχωρεί η «σωματική επιθετικότητα» έρχονται στην επιφάνεια η «λεκτική» και άλλες μορφές «κοινωνικής» επιθετικότητας. Δυστυχώς, για όλους μας, τα παιδιά μαθαίνουν γρήγορα την καταλυτική δύναμη των λέξεων και την ισοπεδωτική επιρροή της απομόνωσης κάποιου από την ομάδα.
Ας μη γελιόμαστε, πάντως, η επιθετικότητα των μικρών παιδιών δεν υποχωρεί πάντα μόνη της. Για να μάθουν τα παιδιά, μεγαλώνοντας, να ρυθμίζουν τα συναισθήματα και τις συμπεριφορές τους, χρειάζονται τη βοήθεια των εκπαιδευτικών, των γονέων και όλων των άλλων ενηλίκων του οικογενειακού τους περιβάλλοντος. Ειδικότερα, ορισμένα παιδιά, αυτό το χρειάζονται περισσότερο από την υπόλοιπη ομάδα.
Ποια είναι αυτά τα παιδιά;
Υπεύθυνος για τον έλεγχο των συναισθημάτων –και της επιθετικότητας- είναι ο μετωπιαίος φλοιός του εγκεφάλου. Οι μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί στον Καναδά και στην Αμερική (Tremblay, 2000; Tremblay et al., 20008) δείχνουν ότι είναι συχνότερο για τα αγόρια, μεγαλώνοντας να συνεχίσουν την φυσική επιθετικότητα, απ’ ό,τι τα κορίτσια. Επίσης, άλλες μελέτες δείχνουν πως παρότι μπορεί να υπάρχουν γενετικές διαφοροποιήσεις στις φυσικές μας τάσεις για επιθετικότητα, στις περισσότερες περιπτώσεις, το περιβάλλον είναι εκείνο που παίζει τον καθοριστικό ρόλο για την προώθηση ή τον περιορισμό αυτών των τάσεων (Mustard, 2005).
Αν τα παιδιά μεγαλώνουν σε περιβάλλοντα όπου η επιθετικότητα ενισχύεται, εκλαμβάνεται ως αποτελεσματική μέθοδος αντιμετώπισης των προβλημάτων και χρησιμοποιείται συχνά από τους ίδιους τους γονείς (π.χ. για την τιμωρία των παιδιών), τότε τα παιδιά θα έχουν λιγότερες ευκαιρίες να αναπτύξουν τις δεξιότητες που χρειάζονται και θα παρουσιάσουν μεγαλύτερη προδιάθεση για χρόνια εκδήλωση επιθετικότητας και στο μέλλον. Πιο συγκεκριμένα, τα παιδιά που έχουν βιώσει κακοποίηση ή συστηματική απόρριψη, τείνουν να έχουν προβλήματα με την επιθετικότητα. Με άλλα λόγια, οι επιθετικοί γονείς πιθανολογείται ότι ενδυναμώνουν τις εγγενείς τάσεις για επιθετικότητα των παιδιών τους και μειώνουν τις πιθανότητες αυτά τα παιδιά να ανταποκριθούν απέναντι σε θετικά πρότυπα για να μάθουν να ελέγχουν τις επιθετικές τους παρορμήσεις.
Τι κάνουμε, όταν δούμε ένα παιδί να χτυπά ένα άλλο, μέσα στην τάξη;
Το αγνοούμε;
Το βάζουμε να σκεφτεί μόνο του, για λίγο, τη συμπεριφορά του;
Ενημερώνουμε τους γονείς και τους ζητάμε να το χειριστούν εκείνοι;
Ας δούμε μαζί, τι μπορούμε να κάνουμε εμείς ως εκπαιδευτικοί:
α) Πρώτα απ’ όλα διδάσκουμε τα παιδιά μας πώς να μην γίνονται «θύματα».
Όταν κάποιο άλλο παιδί τους επιτεθεί και τα χτυπήσει, θα πρέπει να του πούνε: «Αυτό που έκανες, με πόνεσε» και να απευθυνθούν σε εσάς για να επιλύσετε τη σύγκρουση όλοι μαζί. Συζητήστε για τα συναισθήματά τους εκείνη τη στιγμή και επιλύστε όλοι μαζί τη διαφορά.
β) Δεν επιτρέπουμε την επιθετική συμπεριφορά μέσα στην τάξη μας.
Θέτουμε τον κανόνα: «Δεν επιτρέπεται να χτυπάμε ο ένας τον άλλον». Δίνουμε παραδείγματα στα παιδιά για το πώς χρησιμοποιούμε τα χέρια μας για να βοηθάμε τους άλλους και όχι για να τους κάνουμε να αισθάνονται δυσάρεστα.
γ) Ζητάμε από τους γονείς να επιλέγουν τα προγράμματα που παρακολουθούν τα παιδιά τους στην τηλεόραση.
Τα μικρά παιδιά «αντιγράφουν» συμπεριφορές γι’ αυτό πρέπει να τα προστατεύουμε από λάθος πρότυπα. Δεν επιτρέπεται, σε ένα παιδί τόσο μικρής ηλικίας, να παρακολουθεί τηλεόραση πάνω από δύο ώρες ημερησίως. Το ίδιο ισχύει με τα παιχνίδια που παίζουν τα παιδιά στα tablets.
δ) Δίνουμε στους μαθητές μας πολλή αγάπη και συνέπεια.
Δείχνουμε την προσοχή μας στον καθένα προσωπικά. Διαβάζουμε μαζί τους, μιλάμε μαζί τους και μοιραζόμαστε ιστορίες μαζί τους. Παίζουμε μαζί τους και φροντίζουμε ώστε ΠΑΝΤΑ να τηρούνται οι κανόνες. Ποτέ δεν αγνοούμε την περίπτωση που ένας μαθητής παραβαίνει έναν κανόνα της τάξης. Πραγματοποιούμε πάντα τις υποσχέσεις μας στα παιδιά ή –όταν δεν είμαστε απολύτως σίγουροι/ες- δεν υποσχόμαστε κάτι.
Τότα Αρβανίτη-Παπαδοπούλου
Σχολική Σύμβουλος 23ης Περιφέρειας Π.Α.
Διδάκτωρ Παιδαγωγικής Πανεπιστημίου Αθηνών
M.A. in Education Πανεπιστημίου Lancaster
Βιβλιογραφία
Mustard, C. (2005). “Cooperation between insurance and prevention”, Safety Science Monitor, Vol. 9, No 1, pp. 1-11.
Tremblay, R.E. (2000). “The development of aggressive behavior during childhood: What have we learned in the last century?” International Journal of Behavioral Development, 24, 129-141.
Tremblay, R.E., Gervais, J., Petitclerk, A. (2008). Early Childhood Learning Prevents Youth Violence. Montreal. Quebec. Centre of Excellence For Early Childhood Development (CEECD).